- καπνοπωλείο
- τοκατάστημα ή πρατήριο πώλησης κατεργασμένου καπνού και τών προϊόντων του.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνοπώλης. Η λ. στον λόγιο τ. καπνοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνοπωλείο — το κατάστημα που πουλάει τσιγάρα, ταμπάκο, πούρα κ.ά.: Άνοιξε καπνοπωλείο στη γειτονιά μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)